Vassia Zacharopoulou

News & Press

Popaganda.gr: “The Last Five Years” fit amazingly at GNO’s Alternative Stage

Του Δημήτρη Πάντσου

Η «αμερικανιά» του The Last Five Years πάει υπέροχα στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής

Μιλήσαμε με πέντε βασικούς συντελεστές της ομάδας που κρύβεται πίσω από την ελληνική προσαρμογή του φημισμένου μιούζικαλ και προσπαθήσαμε να λύσουμε το μέγα μυστήριο. Πώς γίνεται μια παράσταση που «πονάει» τόσο πολύ, να σκορπά τόσα χαμόγελα;
Eίναι πολύ ωραίο ότι το The Last Five Years γεννά αυτά τα ερωτήματα. Ποιος είναι ο πιο χάλιας; Ποιος είναι ο πιο χειριστικός; Είναι απλά δύο άνθρωποι που ερωτεύτηκαν, δεν τα κατάφεραν και συνέχισαν τη ζωή τους. Δύο άνθρωποι που αν συναντιόντουσαν είκοσι χρόνια μετά, θα έλεγαν απλώς, ρε συ, πόσο νέοι ήμασταν!»

Δύο άνθρωποι «προσγειώνονται» στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, σε ένα έργο που μιλά για τι άλλο, παρά για τη «συνηθισμένη» ζωή τους. Όταν, σε κάποια στιγμή της χρονικής γραμμής τους, συναντιούνται, ερωτεύονται, αγαπιούνται, παντρεύονται και μετά χωρίζουν. Έτσι απλά. Γιατί αυτό το θεατρικό σενάριο που φορά τα μουσικά ρούχα ενός κλασικού αμερικανικού μιούζικαλ, μιλά και εξηγεί την κανονικότητα μέσα στις ερωτικές σχέσεις, σε σημείο μάλιστα τόσο καθαρό που να αναγνωρίζεις στις λέξεις του πολλές από τις δικές σου συνήθειες, τις χειριστικές και τις καλοσυνάτες, τις κακοποιητικές και τις γενναιόδωρες. Ότι συμβαίνει δηλαδή σε μια σχέση που κρατά χρόνια, πέντε ας πούμε, και καταλήγει απλά ένα ακόμη κομμάτι στο παζλ μιας πλούσια διαδρομής.

Το The Last Five Years, ένα από τα δημοφιλέστερα οφ-Μπρόντγουεϊ μιούζικαλ, είναι μια δημιουργία του βραβευμένου με τρία Τόνυ Αμερικανού συνθέτη Τζέισον Ρόμπερτ Μπράουν και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η νεοϋορκέζικη ιστορία ενός συνηθισμένου έρωτα, αυτό το έντονα συναισθηματικό και προσωπικό μιούζικαλ δωματίου με θέμα δύο εικοσάρηδες που βρίσκουν και χάνουν τον έρωτα, χαρακτηρίζεται από την αντισυμβατική δομή του, αφού η Κάθυ αφηγείται την ιστορία αντίστροφα, ενώ ο Τζέιμι αφηγείται την ιστορία σε ευθεία χρονολογική σειρά. Οι χρονικότητες των δύο ηρώων συναντιούνται μόνο μία φορά, στον γάμο τους.

© Valeria Isaeva

«Είναι ένα έργο σύγχρονο που δεν μιλάει για πρίγκηπες, δεν μιλάει για βασίλισσες, δεν μιλάει για ήρωες ενός άλλου σύμπαντος αλλά για δύο ανθρώπους οι οποίοι ερωτεύτηκαν, προδόθηκαν και χώρισαν. Μπορείς να δεις τον εαυτό σου, τους φίλους σου, μια κατάσταση που πέρασες. Εγώ, κατά τη διάρκεια της μετάφρασης, σε αρκετά σημεία σκεφτόμουν οκ ή είσαι πολύ καλός μεταφραστής ή τα έχεις κάνει κι εσύ γι’ αυτό και βρίσκεις εύκολα αυτές τις λέξεις».

Βρίσκομαι στην Εναλλακτική Σκηνή σε μια από αυτές τις ώρες των ατελείωτων προβών. Που αρχίζουν, διακόπτονται και ξαναρχίζουν. Σε μία από αυτές τις πολύτιμες ώρες που διορθώνονται οι τελευταίες λεπτομέρειες, τα στησίματα, οι φωτισμοί. Που ελέγχεται και ξαναελέγχεται το σύνολο. Που η έκρηξη των συναισθημάτων σε αυτή τη τελική ευθεία (αύριο ξεκινούν οι έξι παραστάσεις) χορεύει βαλσάκι στον αέρα, παραδόξως, εντελώς χαριτωμένα και καθόλου αγχωμένα. Στο The Last Five Years που βλέπω,  έτσι σε μικρά κομμάτια για να πάρω μια γεύση, όλα δείχνουν να είναι υπό έλεγχο.

Πριν ξεκινήσει ένα ακόμη πέρασμα, ο Δημήτρης Δημόπουλος, ο πολυπράγμων κωμικός και λιμπρετίστας που κάθεται στην καρέκλα του μεταφραστή-σκηνοθέτη, παραχωρεί τις σκέψεις του. Πατάω το rec και τις αφήνω να τρυπώσουν στο μηχάνημα της καταγραφής.

«Το έργο ήταν μια ιδέα, μια πρόταση της Βαρβάρας Δούκα, καλλιτεχνικής διευθύντριας του ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας. Ήταν το δάχτυλο που έριξε το πρώτο ντόμινο. Σκέφτηκε την Εναλλακτική για συμπαραγωγή, υπήρξε πράγματι διάθεση συνέργιας, και στην πορεία, όπως μερικές φορές τα πράγματα αλλάζουν, η παραγωγή έμεινε αποκλειστικά στην Εναλλακτική. Η Βαρβάρα ήταν στις ακροάσεις και είναι και στις πρόβες κοντά μας».

«Έγινε ανοιχτή ακρόαση για να επιλεγούν οι δύο πρωταγωνιστές.  Το ευτύχημα ήταν πως δεν είχαμε καμία πίεση να είναι τηλεοπτικοί, να είναι influencers, να έχουν χιλιάδες followers, να έχουν ένα σκάνδαλο πρόσφατα για να πουλήσουν. Πραγματικά, έπρεπε απλώς να βρούμε τους δύο ανθρώπους που να μπορούν να σηκώσουν αυτή την παρτιτούρα, γιατί είναι μια δύσκολη παρτιτούρα. Είδαμε 160 άτομα, πραγματοποιήσαμε δύο φάσεις και καταλήξαμε στα δύο αυτά παιδιά».

«Είναι πολύ εύληπτη η μουσική του Jason Robert Brown. Όταν πήραμε την παρτιτούρα με τον Μιχάλη Παπαπέτρου και την ακούγαμε πριν τις ακροάσεις, αναρωτιόμασταν ποιος θα μπορούσε να το τραγουδήσει. Είναι πολύ χαρακτηριστικό του συνθέτη ότι η μουσική του και οι στίχοι του είναι εύληπτοι. Πολύ στοχευμένοι, πολύ καλά δουλεμένοι. Τη δουλειά που έχει πέσει δεν την βλέπεις με την πρώτη».

Πάρις Παρασκευάδης © Ανδρές Σιμόπουλος

«Ο ήχος είναι τόσο “αμερικανιά”, τα πράγματα γκρουβάρουν, τζαζίζουν, ροκάρουν και όλα τους μοιάζουν εύκολα σε μια κατά το πλείστον μονοσυλλαβική γλώσσα όπως τα αγγλικά. Όταν έρχεσαι όμως στα πολυσυλλαβικά ελληνικά, πελαγώνεις. Η πρώτη μεγάλη δυσκολία ήταν πώς θα αντιμετωπίσω το λογοτεχνικό κείμενο για να το μεταφράσω».

«Μετά φυσικά ήταν να βρεθούν αυτοί οι δύο που θα μπορούν να σηκώσουν όλο το έργο στις πλάτες τους. Χωρίς τα δύο αυτά άτομα, η παράσταση δεν γίνεται, είναι τόσο ξεκάθαρο. Επειδή είναι ένα μιούζικαλ που έχει περισσότερη ορχήστρα παρά ηθοποιούς επί σκηνής, τα χαρακτηριστικά που έπρεπε να έχουν είναι υψηλή τραγουδιστική τεχνική, αίσθηση του είδους και φυσικά υποκριτικές ικανότητες. Η εξωτερική τους εμφάνιση μου ήταν αδιάφορη, γιατί αν έφερναν την γοητεία τους μέσω των ικανοτήτων τους, αυτή θα την διαχέαμε στους ήρωες. Δεν μπορούσα να φανταστώ τους ήρωες, αν δεν γνώριζα πρώτα ποιοι θα είναι οι δύο που θα τους ενσαρκώσουν».

«Αν έχω αγαπημένα σημεία; Ως μεταφραστής, είναι μεγάλη χαρά όταν λύνεις όλο αυτό τον κύβο του Ρούμπικ. Της μουσικής, του νοήματος, του ήχου. Είναι μερικά σημεία στη μετάφραση για τα οποία είμαι πολύ περήφανος. Είναι πολύ ωραίες στιγμές, επίσης, όταν η Βάσια και ο Πάρις, κατά τη διάρκεια της πρόβας, για πρώτη φορά αρχίζουν και κινούνται με τη σκέψη του ήρωα και όχι του ερμηνευτή. Και μια ακόμη πιο όμορφη στιγμή είναι όταν ακούς την ορχήστρα να παίζει κι αυτή για πρώτη φορά. Όταν έχεις κάνει ενάμιση μήνα πρόβες μόνο με πιάνο και ξαφνικά ακούς την ορχήστρα, είναι μαγεία. Όταν βλέπεις όλο αυτό που σκεφτόσουν και φανταζόσουν να γίνεται πράξη».

Στα σκηνικά και τα κοστούμια που καλούνται να γεμίσουν με ευρηματικό τρόπο την αθηναϊκή σκηνή με νεουορκέζικες εικόνες, ο στενός συνεργάτης του Δημόπουλου, Ντέιβιντ Νεγρίν: «Το μιούζικαλ αυτό ενώ είναι για δύο άτομα, έχει πολλούς χώρους, «γεννά» συνέχεια άλλες εποχές» μου λέει όταν τον ρωτώ για τη δυσκολία που συνάντησε στη εικαστική “ελληνοποίηση”. «Ξέραμε εξαρχής ότι έπρεπε να δουλέψουμε περισσότερο με το μυαλό των θεατών και το συναίσθημα τους, παρά με τον απόλυτο ρεαλισμό. Επίσης ξέραμε πως δεν θέλαμε να ταλαιπωρήσουμε τα παιδιά στη σκηνή με ένα μη χρηστικό σκηνικό. Με τη βοήθεια του Χρήστου Τζιόγκα στα φώτα και τις προβολές, πιστεύω πως κάτι καταφέραμε».

Βάσια Ζαχαροπούλου © Valeria Isaeva

Όταν κάνεις το μπαμ με το καλημέρα

Το βραβευμένο με βραβείο Drama Desk έργο που χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό Time ως ένα από τα δέκα καλύτερα μιούζικαλ του 2001 παρουσιάζεται στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο ΚΠΙΣΝ σε μουσική διεύθυνση του έμπειρου Μιχάλη Παπαπέτρου, ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμηνεύουν η Βάσια Ζαχαροπούλου και ο Πάρις Παρασκευάδης.

Στο μιούζικαλ, η Κάθυ, είναι  φιλόδοξη ηθοποιός και ο Τζέιμι φιλόδοξος συγγραφέας. Αμέσως μαθαίνουμε ότι αυτός πετυχαίνει, αυτή όχι. Αμέσως αναρωτιέσαι αν αυτό το πολύ κανονικό αγκάθι σε μια σχέση είναι μια ακόμη αιτία που αυτή μπορεί να «ανατιναχτεί» στον αέρα. Διαμέσου μιας σειράς υπέροχων τραγουδιών, οι θεατές καταγράφουν κάθε βήμα τους. Μέσω της ιδιαίτερης γραμμικής αντίθετης μεταξύ τους αφήγησης, το παρελθόν και το παρόν μπερδεύονται σε έναν ιστό αναμνήσεων και πράξεων.

Το μιούζικαλ έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Northlight του Σικάγου το 2001, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία, και την επόμενη χρονιά μεταφέρθηκε εξίσου επιτυχημένα στον εναλλακτικό χώρο του οφ-Μπρόντγουεϊ, λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές. Έκτοτε έχει μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες και παρουσιάστηκε σε πολλές χώρες ανά τον κόσμο: Καναδά, Αυστραλία, Ιαπωνία, Γερμανία, Ολλανδία, Ιταλία, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία. Απόδειξη της μακροβιότητας του έργου, που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη δημοτικότητά του στα περιφερειακά θέατρα των ΗΠΑ, αποτελεί η αναβίωσή του εκτός Μπρόντγουεϊ, στο Θέατρο Second Stage το 2013, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Τζέισον Ρόμπερτ Μπράουν. Το 2014 κυκλοφόρησε επίσης η κινηματογραφική διασκευή του, όπου πρωταγωνιστούν η Άννα Κέντρικ και ο Τζέρεμυ Τζόρνταν – ένα γενναίο 5.8 στο IMDB μάλλον σηματοδοτεί την αποτυχία της μεταφοράς παρά την αγάπη του κοινού για ένα ακόμη προϊόν «The last five years».

Βάσια Ζαχαροπούλου, Πάρις Παρασκευάδης © Ανδρέας Σιμόπουλος

Υπάρχει μια σκηνή, μια στιγμή στον χρόνο, που αυτοί οι δύο άνθρωποι συναντιούνται. Είναι μια ευτυχισμένη στιγμή. Βασικά είναι μια μεγαλειώδης στιγμή. Για την παράσταση. Τραγουδούν μαζί -η μόνη φορά-, η μουσική τους τυλίγει σαν χάδι, το αμερικανικό όνειρο του «θα ζήσουν υπέροχα για πάντα» ξεγελά για λίγο την πραγματικότητα, είναι ευτυχισμένοι, είναι λαμπεροί, είναι ανυποψίαστοι, πιστεύουν πως το μέλλον τους ανήκει ενώ αυτό ανήκει μόνο στον εαυτό του.

«Είναι πολύ γειωμένη όλη η ιστορία. Μιλάμε για δύο πολύ αληθινούς, καθημερινούς ανθρώπους. Η ιστορία δεν έχει ξωτικά, δεν έχει νεράιδα, δεν έχει περίεργα και απίστευτα, είναι μια καθημερινή ιστορία που συμβαίνει σε όλους, παντρεύομαι χωρίζω κλαίω πονάω». Η Βάσια Ζαχαροπούλου, με φωνητικές ικανότητες ικανές να σε κάνουν να λιώσεις σαν ζεστή σοκολάτα μέσα σε τρία δευτερόλεπτα, κλέβει λίγο από το break της για να μου θυμίσει τι σημαίνει μια τέτοια επαγγελματική εργασία. «Προέρχομαι από τον λυρικό χώρο, είμαι σοπράνο, δεκαέξι χρόνια δουλεύω στον χώρο» μου λέει. «Έχω κάνει ως τώρα κλασικά μιούζικαλ, West Side Story, My Fairy Lady, εδώ όμως μιλάμε για ένα αμιγώς σύγχρονο έργο και η δική μου δυσκολία έγκειται στο να προσαρμοστώ τεχνικά στο ύφος του». Μου μιλάει για τις τεχνικές δυσκολίες που κρύβονται στις λεπτομέρειες, μου περιγράφει τη δική της εμπειρία στις ποπ μεταγλωττίσεις: «Έχω κάνει πολύ Disney, είμαι και η τραγουδιστική φωνή της Barbie τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Είχα στουντιακή εμπειρία, σκηνική όμως καθόλου. Αυτή επί της ουσίας είναι η πρώτη μου παρουσίαση σε αυτό το είδος, είναι μια μεγάλη πρόκληση. Συν το γεγονός πως μιλάμε για ένα έργο δύο ατόμων που δεν συναντιούνται, και απευθύνονται ο ένας στον άλλο χωρίς να είναι εκεί – υποκριτικά μεγάλο. Είναι ένα ιδιαίτερο έργο που δεν έχει τον εντυπωσιασμό των κλασικών μιούζικαλ που έχεις στο μυαλό σου, σε σκηνικά, σε κοστούμια, να γίνεται χαμός με τα μπαλέτα, τη χορωδία, τον κόσμο τον πολύ. Αυτό είναι ένα γυμνό, σχεδόν θεατρικό έργο με μουσική». Της ζητάω να μου πει αν έχει μια πολύ αγαπημένη στιγμή. «Νομίζω η τελευταία σκηνή» απαντά. «Κλαίω με αυτό το βάλς, με επηρεάζει κάθε φορά, ακουμπά και σε δικά μου βιώματα. Είναι περίεργο που ο ένας είναι χαρούμενος και ο άλλος όχι».

Πάρις Παρασκευάδης © Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο έτερος υπεύθυνος του απίθανου αυτού ντουέτου, ο Πάρις Παρασκευάδης, με τις περγαμηνές του Εθνικού Θεάτρου και της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής του Λονδίνου στην οποία έκανε μεταπτυχιακό πάνω στο musical theatre, προσπαθεί να βρει τη θέση του δίπλα σε μια πόρτα. Πιο αριστερά, του λέει ο σκηνοθέτης και αυτός ακολουθεί τις οδηγίες με εμπιστοσύνη και πειθαρχεία. Τραγουδά και νομίζεις πως σου σκάνε όλα τα μιούζικαλ που έχεις ακούσει στη ζωή σου. Καθαρή μεταλλική χροιά, συναισθηματική εγρήγορση, βαθιά μουσική ενσυναίσθηση. Τύχη αυτή η παράσταση και για τους δύο. «Δεν είναι ένα έργο με οχτώ εννιά χαρακτήρες» μου λέει, «να χωθείς και να χαθείς, εδώ έχει δύο άτομα επί σκηνής, κουβαλάς πολύ μεγάλη ευθύνη».

Τον ρωτώ αν γνώριζε το έργο: «Μου αρέσει πάρα πολύ η μουσική του, θαυμάζω πάρα πολύ αυτόν τον συνθέτη. Μου αρέσουν κι άλλα του μιούζικαλ όπως το Parade. Είναι πολύ ιδιαίτερος και καθόλου αναμενόμενος Δεν είναι ένα μιούζικαλ που έχει ένα μουσικό μοτίβο που το συναντάς καθόλη τη διάρκεια του έργου, όλα τα τραγούδια είναι πάρα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους και αυτό δεν συμβαίνει συνήθως στα μιούζικαλ που παρουσιάζονται όλα με ένα κοινό στυλ. Εδώ το κάθε τραγούδι στέκεται και μόνο του».

Αναρωτιέμαι φωναχτά κι εγώ με τη σειρά μου, αν βλέπουμε εδώ τα κομμάτια του εαυτού μας που ίσως δεν θέλουμε να ξέρουμε πως υπάρχουν. Η περιβόητη τοξικότητα. Η όποια χειριστική (μας) ικανότητα. «Μπορεί να βγάζει ο χαρακτήρας μια κάποια τοξικότητα» μου λέει υπερασπιζόμενος τον Τζέιμι του, «όσο όμως δουλεύω στο έργο και τώρα που έχουμε φτάσει λίγο πριν την πρεμιέρα, μπορώ να πω πως δεν νομίζω ότι έχει κάνει κάποιο τραγικό λάθος, δεν έχει κάτι μεμπτό. Απλώς έτυχε αυτή η σχέση να φθαρεί και να φτάσει στο τέλος της. Μπορεί φαινομενικά να φαίνεται ο Τζέιμι λίγο εγωκεντρικός και εγωπαθής και μπορεί η Κάθυ να φαίνεται λίγο πιο αδύναμη, ειδικά όταν βλέπουμε αυτόν να ανεβαίνει ψηλά κι αυτή να μένει πίσω, αλλά δεν ισχύει, δεν σκέφτηκε ποτέ να κάνει κακό, απλώς έτσι συμβαίνουν μερικές φορές τα πράγματα στις σχέσεις. Κάποιες φορές αρχίζουμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλο και κάποιες φορές σταματά αυτό και απλώς δεν μπορεί να πάει πιο πέρα. Δεν φταίει κανείς τελικά. Είναι η ζωή. Έχει συμβεί σε αυτή τη σχέση αυτό που συμβαίνει σε άλλες εκατοντάδες χιλιάδες σχέσεις. Κάποιες φορές κάτι γίνεται και παύει να υπάρχει αυτό που υπήρχε στην αρχή, αλλά δεν φταίει κανείς».

Η μουσική είναι πάντα η σωστή απάντηση

Ο συνθέτης Jason Robert Brown θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου αμερικανικού μιούζικαλ. Συνθέτης, στιχουργός, αρχιμουσικός, διασκευαστής, ενορχηστρωτής, σκηνοθέτης και ερμηνευτής, έγινε ευρύτερα γνωστός για την εξαίσια μουσική που σύνθεσε για μερικά από τα διασημότερα μιούζικαλ των τελευταίων δεκαετιών, εκτός από το The Last Five Years (2001), που καθόρισε μια ολόκληρη γενιά και του πρώτου του κύκλου τραγουδιών Songs for a New World(1995), του επιδραστικού Parade (1999), για το οποίο κέρδισε το Βραβείο Τόνυ καλύτερης μουσικής, και του The Bridges of Madison County (2014), μιούζικαλ σε διασκευή της Μάρσας Νόρμαν βασισμένο στο διάσημο ομώνυμο μυθιστόρημα, το οποίο τιμήθηκε με δύο Βραβεία Τόνυ (καλύτερης μουσικής και ενορχήστρωσης).

Έχει χαρακτηριστεί ως «ένας από τους εξυπνότερους και πιο εκλεπτυσμένους τραγουδοποιούς του Μπρόντγουεϊ από την εποχή του Στήβεν Σόντχαϊμ» (Philadelphia Inquirer), ενώ η «εξαιρετική, θριαμβευτική μουσική του για το θέατρο» (Chicago Tribune) ακούγεται σε όλον τον κόσμο, είτε στις εκατοντάδες παραγωγές των μιούζικαλ του που παρουσιάζονται κάθε χρόνο είτε στις δικές του εκρηκτικές ζωντανές παραστάσεις. Οι New York Times αναφέρονται στον ίδιο ως «μια ηγετική φιγούρα μιας νέας γενιάς συνθετών που ενσαρκώνουν μεγάλες προσδοκίες για το αμερικανικό μιούζικαλ». Τόσο ως σολίστας όσο και με το συγκρότημά του, τους The Caucasian Rhythm Kings, o Τζέισον Ρόμπερτ Μπράουν έχει περιοδεύσει σε όλον τον κόσμο.

Βάσια Ζαχαροπούλου © Βαλέρια Ισάεβα

Εν έτει 2023, το μιούζικαλ The Last Five Years αποκτά την ελληνική εκδοχή του. H μουσική του έργου είναι ένα εκλεκτικό συνονθύλευμα ήχων και επιρροών, όπου η ποπ-ροκ συνδυάζεται ιδανικά με την τζαζ, την κλασική μουσική και τη φολκ με στοιχεία κάντρι. Και για αυτό ο πλέον ικανός να μιλήσει είναι ο μουσικός διευθυντής της παράστασης, Μιχάλης Παπαπέτρου. «Κάθε έργο έχει μια δική του μουσική γλώσσα που προσπαθώ να ανακαλύψω» μου λέει «τόσο στη μελέτη όσο και στη διάρκεια των προβών. Στη περίπτωση του The Last five years, η πρόκληση ήταν να αναδείξουμε τον πλούτο αυτών των τραγουδιών, με αρκετές τεχνικές και υφολογικές απαιτήσεις για όλους. Ενώ η μουσική μπορεί να ακούγεται «εύκολη» στα αυτιά του ακροατή, κάτι τέτοιο στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Χρειάζονται καλοί τραγουδιστές, με ειδίκευση στο συγκεκριμένο είδος, όπως και μουσικοί. Είχε μεγάλο ενδιαφέρον επίσης να ανακαλύψω τις μουσικές αναφορές του έργου. Ο Brown εμπνεύστηκε πολύ από τον Stephen Sondheim και τον James Lapine και είναι κάτι που δεν έχει κρύψει. Οι μεγάλες του αγάπες υπήρξαν τα μιούζικαλ Sweeny Todd και Sunday in the Park with George, τα οποία αποτέλεσαν και την αφορμή της ενασχόλησής του με το είδος». Τον ρωτώ τι είναι αυτό που αγάπησε, με τη σειρά του, περισσότερο στο έργο. Απαντά: «Ακόμα και μετά από τόσους μήνες προβών, ακόμα ενθουσιάζομαι και συγκινούμαι με τη μουσική του Brown. Είναι ένας συνθέτης με βαθειά γνώση του είδους, πολυπράγμων, πολυσχιδής και πολύ ταλαντούχος. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι έχει κερδίσει 3 βραβεία Tony. Επίσης, υπήρξαν στιγμές που ταυτίστηκα και με τους δύο ήρωες, κάτι που πιστεύω ότι θα συμβεί και με το κοινό. Είναι η ερωτική ιστορία ενός ζευγαριού της διπλανής πόρτας, θα μπορούσα να πω. Άλλωστε πρόκειται για την αυτοβιογραφία του ίδιου του συνθέτη, χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης. Ένας όμορφος αληθινός έρωτας».

Τον ευχαριστώ και αποχωρώντας εκφράζω το αιώνιο ερώτημα. Μπορεί τελικά η μουσική να περιγράψει με ακρίβεια έναν έρωτα, τη δημιουργία του, το πάθος του, τον “θάνατο” του; «Θα σας δώσω ένα απλό παράδειγμα. Σκεφτείτε σκηνές από ταινίες του κινηματογράφου. Πόσο διαφορετικές συγκινησιακά θα ήταν χωρίς τη μουσική; Θα έχαναν αυτή τη δύναμη χωρίς τη συμβολή της. Όπως ο έρωτας έχει τόσες διαφορετικές στιγμές, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη μουσική γλώσσα. Άλλωστε η ανάγκη του ανθρώπου είναι να εκφράσει αυτό που νιώθει μέσω της μουσικής. Είναι πολυάριθμα τα έργα της όπερας, του μιούζικαλ και του κινηματογράφου που αναφέρονται στον έρωτα και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο».

popaganda.gr